- πεπόνθασιν
- претерпели
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
πεπόνθασιν — πεπόνθᾱσιν , πάσχω have perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)